top of page

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΜΑΓΕΙΡΕΜΑΤΑ


Υποτυπωδώς όλοι σφίγγουν το ζωνάρι τους τις τελευταίες μέρες της Άνοιξης προκειμένου να αφεθούν χωρίς αιδώ στα χάδια του καλοκαιρινού ήλιου και στα παιχνίδια της παραλίας που απαιτούν λιγότερα προκοίλια και εν πάση περιπτώσει σχετική κομψότητα, λέμε τώρα. Παρά ταύτα ο πειρασμός παραμένει και αποδεικνύεται πως η τροφή αλλά και το αλκοόλ δεν είναι προνόμιο μόνο των ζωντανών αλλά αποτελούν με τον τρόπο τους και λογοτεχνικό τέχνασμα, αφού δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς που προσκαλούν-προκαλούν στις γεύσεις, κάποιοι δε από αυτούς φτάνουν στο σημείο να τις κάνουν σήμα κατατεθέν τους. Η ιστορία είναι παλιά, κορυφώνεται όμως εδώ και λίγες δεκαετίες με σημαντικότερο παράδειγμα αυτό του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν. Κι εδώ βεβαίως διερωτάσαι: Ταιριάζει η αστυνομική λογοτεχνία με την τέχνη των υψηλών γεύσεων; Να είστε σίγουροι!

ΜΟΛΝΤΑΛΜΠΑΝ

Θα περίμενε κανείς πως ο Σιμενόν, ως γνήσιος γάλλος θα ήταν αυτός που θα έδινε μαθήματα, πλην όμως είναι ο ισπανός Μονταλμπάν που αναδεικνύεται σε μεγάλο δάσκαλο για να τον ακολουθήσει ο ιταλός Καμιλέρι με την ιδιαιτερότητά του που αφορά την εμμονή στα φρέσκα θαλασσινά.

Ο Πέπε Καρβάλιο, μόνιμος ήρωας του Μονταλμπάν αλλά και ο βοηθός του Μπισκουτέρ μαγειρεύουν, εισάγοντας την κουζίνα τους στην πλοκή των βιβλίων. Να συνεννοούμεθα όχι τίποτα ομελέτες με πατάτες τηγανιτές, άντε κανένα μπριάμ ή μακαρόνια. Η κουζίνα εδώ αποτελεί επιστήμη αφού έχει δώσει και ξεχωριστό τόμο, τις «Συνταγές του Πέπε Καρβάγιο», όπου σε κοντά 400 σελίδες, παρατίθενται πλήθος συνταγών. Για να πάρετε μια ιδέα να κάποιες από τις ονομασίες τους: φακές με κεφτέδες, λαχανοντολμάδες γεμιστοί με αστακό και γλώσσα με μούρα, μοσχάρι με σάλτσα στρειδιών, ψάρι με πορτοκάλι, πατσάς με φασόλια αλά καταλάνα, γαρίδες σε σάλτσα καρύδας, κομμάτια βοδινού με πιπεριά, ματάμπρε, παν κον τομάτε, γίγαντες αλά εστουριάνα και πάει λέγοντας.

Ο Καρβάλιο ξεπλένει τις αμαρτίες του (και το συκώτι του) από το πολύ και καλό φαγητό και αντίστοιχα από το οινόπνευμα μια στις τόσες πηγαίνοντας σε ιαματικά λουτρά («Τα λουτρά», εκδόσεις «Μεταίχμιο», όπως και όλη η σχετική σειρά του Μονταλμπάν). Έχει φτάσει πια σε μια ηλικία που το φαγητό τον απασχολεί πολύ περισσότερο από το σεξ (ασχέτως αν επιδίδεται και σ’ αυτό), αφού είναι γνωστό πως με βαρύ στομάχι μειώνονται οι επιδόσεις. Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ είναι ικανός να μαγειρέψει κάθε στιγμή της ημέρας ή της νύχτας σύμφωνα με τα υλικά που θα βρει στα ντουλάπια του. Παράλληλα τρώει έξω έχοντας φτιάξει τον ιδεατό χάρτη των εστιατορίων, των μπαρ και των αντίστοιχων επιτυχημένων σπεσιαλιτέ τους. Ο Καρβάγιο μαγειρεύει για τους φίλους και τις γυναίκες του αλλά κυρίως μαγειρεύει για τον εαυτό του. Και επιπλέον ανταλλάσσει απόψεις με τον Μπισκουτέρ, που έχει κολλήσει το μικρόβιο σε σημείο να παρακολουθεί μαθήματα από γάλλους σεφ, μια παραχώρηση στον κοσμοπολιτισμό του συγγραφέα. Ο Μπισκοτέρ μαγειρεύει στην μικρή κουζίνα του γραφείου, ο Καρβάγιο στη μεγάλη του σπιτιού. Τόσο φαγητό είναι απορία άξιο που το βάζουν, το βάζουν όμως.

ΚΑΜΙΛΕΡΙ

Σε αντίθεση ο Αντρέα Καμιλέρι (τα βιβλία του κυκλοφορούν από τον Πατάκη) είναι πιο απλός, πιο άμεσος στα γούστα του. Άλλωστε προέρχεται από τη Σικελία, φτωχή γη δίπλα στη θάλασσα και έτσι ο ήρωά του, ο αστυνόμος Μονταλμπάνο λατρεύει τα ψάρια, που γεύεται συνήθως σπαρταριστά στην ταβέρνα του Καλότζερο έξω από τη Βιγκάτα ή στο σπίτι, όταν τα ετοιμάζει η γυναίκα που τον φροντίζει. Ζει και αυτός μόνος όπως ο Καρβάλιο, ασχέτως αν είναι αρραβωνιασμένος με καθηγήτρια που ζει στον ιταλικό Βορρά ενώ ο ήρωας του Μονταλμπάν έχει περιστασιακές σχέσεις με μια πόρνη.

Πρόσφατα ο Καμιλλέρι σε συνέντευξη του στη «Ρεπούμπλικα» φώτισε με τον τρόπο του τις επιλογές του τις σχετικές με το φαγητό, με τις οποίες έχει μπολιάσει τον ήρωά του. Διευκρινίζοντας κατ’ αρχήν ο 80χρόνος (και) σήμερα συγγραφέας, πως η ιστορία του με τις γεύσεις ξεκινά από την εποχή που ήταν εφτά χρόνων, αφήνεται να μιλήσει για τη γιαγιά του, την Ελβίρα, μια «στρατηγό» στην κουζίνα του εξοχικού σπιτιού της οικογένειας, που βρισκόταν λίγο πιο έξω από το Πόρτο Εμπέδοκλλε,

«Της γιαγιάς μου άρεσε να φτιάχνει ψωμί», λέει ο Καμιλλέρι. «Το ζύμωνε, το φούρνιζε και το έψηνε μόνη της και πλάι στις φρατζόλες μου ετοίμαζε πάντα ένα δυο ξεροψημένα φρατζολάκια. Εγώ τα άνοιγα με το μαχαίρι, τα γέμιζα με πεκορίνο (είδος λευκού τυριού) έριχνα πάνω τους λάδι και πιπέρι και μετά τα πίεζα στην πρέσα του παππού, έτσι που γίνονταν λεπτότατα. Ύστερα καθόμουν κάτω από ένα δέντρο στον κήπο, τα έτρωγα και μου αρκούσε αυτό για να είμαι ευτυχισμένος».

Ο ίδιος μεταφέρει και μια συνταγή της γιαγιάς Ελβίρα, επισημαίνοντας βέβαια πως όσες φορές δοκίμασε να την ετοιμάσει δεν είχε τη γεύση των παιδικών του χρόνων. Μια συνταγή σίγουρα περίεργη και άξια να αναφερθεί. Η γιαγιά την είχε ονομάσει από μόνη της και χαριτολογώντας «Σκουπίδια». Παραθέτουμε: χρειάζονται γύρω στα δέκα είδη λαχανικών βρασμένων και ωμών. Σε μια πιατέλα χρησιμοποιούμε ως βάση κριθαροκουλούρες που τις ποτίζουμε με λάδι και ξύδι. Πάνω στρώνουμε κατ’ αρχήν βρασμένα λαχανικά. Πάνω από αυτά βάζουμε τα ωμά και πάει λέγοντας μέχρι που φτιάχνουμε έναν πύργο όλο χρώμα. Εννοείται πως ενδιαμέσως αλατίζουμε και δεν λυπόμαστε το ξύδι. Στην κορυφή στρώνουμε σαρδελίτσες, φέτες πορτοκάλι, ελιές, κάπαρη και φέτες βραστών αυγών. Τρώγεται την επόμενη ώστε οι γεύσεις να έχουν δέσει μεταξύ τους. Βοήθειά σας!

Να δυο ακόμα ιστορίες όπως τις θυμάται ο Καμιλλέρι. Η πρώτη έχει να κάνει με το παγωτό: «Στο Πόρτο Εμπέδοκλε υπήρχε το Καφέ Καστιλιόνε που έφτιαχνε εκπληκτικό παγωτό. Την ημέρα που πέρασε από τα μέρη μας ο Μουσολίνι – έμεινε, δεν έμεινε ένα τέταρτο – του πρόσφεραν ακριβώς αυτό το παγωτό. Έκτοτε κάθε Σάββατο ένα υδροπλάνο ερχόταν για να παραλάβει το παγωτό του Ντούτσε. Και όταν εγκαινιάστηκε η πρώτη αουτοστράντα που ένωνε την Όστια με τη Ρώμη ο θείος μου ο Ρικάρντο που ήταν αντιφασίστας είπε στον πατέρα μου που ήταν καθεστωτικός: ‘‘Πιπί, ξέρεις γιατί ο Μουσολίνι έφτιαξε το δρόμο; Για να μην τρώει λειωμένο το παγωτό του!’’».

Ύστερα ήρθε η περίοδος του πολέμου, όταν τα πράγματα έγιναν δύσκολα και το φαγητό λίγο για να γεννηθεί η δεύτερη ιστορία: «Ο πατέρας μου είχε καταφέρει να βρει από τους ψαράδες μερικά κιλά γλώσσες. Οργάνωσε ένα γεύμα με πολλούς καλεσμένους αλλά πάνω που είχαμε καθίσει στο τραπέζι χτύπησαν οι σειρήνες ειδοποιώντας για τα συμμαχικά αεροπλάνα. Έγινε το όπου φύγει, φύγει, οι στρατιώτες στα αντιεροπορικά, οι υπόλοιποι στα καταφύγια. Ο πατέρας μου ούτε που κουνήθηκε. Όταν βγήκαμε από το καταφύγιο είχε φάει και τη δική μου γλώσσα. ‘‘Για να μάθεις να φοβάσαι’’, μου είπε».

ΜΑΡΚΑΡΗΣ

Στους δύο ανωτέρω μετρ του αστυνομικού μυθιστορήματος και της κουζίνας έχουμε κι εμείς να αντιπαραθέσουμε έναν, ατυχώς μόνον για ότι αφορά την πλοκή. Διότι αν ο Μονταλμπάν και ο Καμιλλέρι πουλάνε σ’ όλη την Ευρώπη, πουλάει και ο Πέτρος Μάρκαρης (τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης), πλην όμως ο αστυνόμος Χαρίτος, ο ήρωας του Μάρκαρη, μπορεί να φτιάξει μόνον καφέ, χωρίς να είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα, αφού συνήθως τον χαρακτηρίζει ως νερομπλούκι. Κι αυτό όμως έχει την πλάκα του αφού ο Μάρκαρης έχει δημιουργήσει έναν παθιασμένο με τη δουλειά του αστυνομικό, με κάτι λίγο από χουντικές καταβολές (δεν έδερνε), που όμως είναι τυπικός μικροαστός. Του αρέσουν τα σουβλάκια έως υπερβολής και εκνευρίζεται που το παλαιό κουλουράκι για πρωινό έχει αντικατασταθεί με κρουασάν του εμπορίου. Τι να κάνει όμως, το τρώει. Επίσης του αρέσουν έως υπερβολής τα γεμιστά. Τα οποία συνιστούν και κώδικα επικοινωνίας. Με τη σύζυγό του. Όταν τσακώνονται εκείνη άντε να του αφήσει ένα σπανακόρυζο στο μάτι της κουζίνας. Όταν πρόκειται να φιλιώσουν του αναγγέλλει πως θα του φτιάξει γεμιστά. Τα οποία γεμιστά αρχικά δεν θύμιζαν εκείνα της μητέρας του, με τα χρόνια όμως ο Χαρίτος αποφάσισε πως τα της συζύγου είναι καλύτερα. Ενίοτε σε επίσημες περιπτώσεις, όταν π.χ. η κόρη φέρνει τον έρωτα της ζωής της στο σπίτι υπάρχει και ψάρι. Ο Χαρίτος το δοκιμάζει, επισημαίνει πως έχει πέσει περισσότερο πιπέρι αλλά δεν λέει κουβέντα για να μην στεναχωρήσει τη συμβία.

Άλλα μαγειρέματα Η αστυνομική λογοτεχνία σε συνδυασμό με το φαγητό αλλά και το ποτό δεν περιορίζεται στους τρεις προαναφερθέντες. Βρίθει παραδειγμάτων που διεγείρουν τον ουρανίσκο, τόσο από τη μία όσο και από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Οι αμερικάνοι βέβαια δεν αποτελούν και το καλύτερο παράδειγμα για ότι αφορά το φαγητό, με εξαίρεση ίσως τον Χεμινγουέι, μόνο που αυτός δεν εμπίπτει στο συγκεκριμένο πόνημα. Οι κλασικοί ανάμεσά τους έχουν περισσότερη σχέση με το ουίσκι, το μπέρμπον, άντε και το τζιν. Για τους άγγλους να μην τα συζητάμε καλύτερα, η κουζίνα τους δεν είναι το καταλληλότεροι παράδειγμα προς μίμηση. Μια αποδελτίωση μπορεί να δώσει τα υπέρ και τα κατά.

ΣΠΙΛΕΙΝ

Οι δυο διασημότεροι αμερικανοί ιδιωτικοί ντετέκτιβ είναι ο Φίλιπ Μάρλοου και ο Μάικ Χάμερ, πνευματικά παιδία αντίστοιχα των Μίκι Σπιλέιν και Ρέιμον Τσάντλερ. Αυτοί οι δύο πίνουν καφέ ενίοτε με ουίσκι για πρωινό, το μεσημέρι τη βγάζουν με κανένα σάντουιτς και το βράδυ ότι και να φάνε θα πιουν ξανά ουίσκι. Α, πότε, πότε πίνουν και μπύρα. Είναι καλά παιδιά, λιγάκι απλοϊκά στα γούστα τους. Ας πούμε όταν ο Χάμερ στο «Εγώ οι ένορκοι» («Κέδρος») βρίσκεται μπροστά στη γυναίκα της ζωής του, την εκτιμά ακόμα περισσότερο αφού αυτή του έχει ετοιμάσει με τα χεράκια της τηγανιτό κοτόπουλο και τηγανιτές πατάτες. Ποιος ξέρει, μπορεί να του θύμισε την κουζίνα της μητέρας του.

ΤΣΑΝΤΛΕΡ

Ο Μάρλοου από την άλλη δεν έχει παρόμοιες ευαισθησίες. Μπαίνει κατ’ ευθείαν σε άλλου είδους ψητό προσπερνώντας τις κουραστικές περιγραφές του φαγητού. Στο «Πλέι Μπακ» («Κέδρος») ας πούμε κερνάει ουίσκι με σόδα την ωραία της ημέρας, βάζει κι ένα για τον εαυτό του και της προτείνει να πάνε για φαγητό στο Ρομανόφ. Δεν πρόκειται να μάθουμε ποτέ τι έφαγαν αφού το θέμα προσπερνάτε ως αδιάφορο για να ακολουθήσει η περιγραφή της ερωτικής σκηνής. Μα με γεμάτο το στομάχι!

ΕΛΡΟΙ

Και φτάνουμε πλέον στον Τζέιμς Ελρόι και στην «Τετραλογία του Λος Άνζελες» («Άγρα»), ότι καλύτερο έχουν να επιδείξουν οι ΗΠΑ σήμερα. Εδώ πια δεν μιλάμε για ένα δυο ουίσκι, εδώ μιλάμε για ποταμούς από αλκοόλ και σχεδόν παντελή έλλειψη φαγητού. Να φανταστείτε εκεί που ο Μονταλμπάν επισημαίνει πως «Κανένα ανθρώπινο ον αδιάφορο μπροστά στο φαγητό δεν είναι άξιο εμπιστοσύνης», ένας από τους ήρωες του Ελρόι προτείνοντας μοσχάρι με λαχανικά λέει: «Το χορταστικό φαγητό είναι για τους καλόκαρδους ανθρώπους και η υψηλή κουζίνα για τους εκφυλισμένους»!

ΧΑΙΣΜΙΘ

Η Πατρίτσια Χάισμιθ ίσως θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά αφού στο «Εγχειρίδιο του κτηνώδους φόνου για ζωόφιλους» («Άγρα») προτείνει τις τρούφες, το σπανιότερο και το ακριβότερο μανιτάρι, που συνήθως ανιχνεύεται από γουρούνια και σκύλους. Στο τραπέζι που στήνει πάντως, ένα γουρούνι, ο Σαμψών, αποφασίζει πως δεν του αρκεί ένα κομμάτι τυρί για τα εύρετρα. Θέλει σώνει και καλά τρούφα και το αφεντικό του που δεν του δίνει θα πληρώσει ακριβά την άρνησή του.

Να περάσουμε στους άγγλους; Αρκεί ένα παράδειγμα που τα λέει όλα. Ο Ίαν Ράνκιν και στην «Υπόθεση αίματος» («Μεταίχμιο») έχει ως μόνιμη ηρωίδα του την ντετέκτιβ Σίβον. Η οποία εκτός από τσάι πίνει συνήθως μπύρα στα μπαρ, στο δρόμο μπορεί να φάει τσιπς και σοκολάτες αγορασμένα σ’ ένα βενζινάδικο και στο σπίτι όταν της ανοίγει η όρεξη έχει ένα πιάτο μισοτελειωμένα νουντλς. Κορίτσι για να κάνεις οικογένεια.

Και τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο άσχημα όταν πηγαίνουμε στους βρετανούς που γράφουν αστυνομικά μυθιστορήματα που εξελίσσονται στον Μεσαίωνα. Οι μετρ του είδους είναι δυο κυρίες με μόνιμούς ήρωες κι αυτές, η Κέιτ Σέντλει με τον Ρογήρο των γυρολόγο («Περίπλους») και η Έλις Πίτερς με τον αδελφό Κάντφελ (εκδόσεις Κανάκη). Κανένα κομμάτι ψωμί, ίσως λίγο χοιρομέρι, κάπου αναφέρεται ένα πιάτο γαρίδες με μουστάρδα (έρημες γαρίδες), κρασί, μπύρα άντε και καμιά κρεατόπιτα. Δράμα.

ΜΠΕΝΑΝΚΟΥΙΣΤΑ

Για φινάλε αφήσαμε τον Τονίνο Μπενανκουίστα, πολιτογραφημένο γάλλο αλλά και τους Μποιλιό-Ναρσεζάκ που συνυπογράφουν τα αστυνομικά τους μυθιστορήματα. Και οι τρεις αποτίνουν φόρο τιμής στην κουζίνα που δόξασε την πατρίδα τους. Ο πρώτος στα «Δόντια της αυγής» («Άγρα») αναφέρεται σε δυο νεαρούς παρίες που ζουν τρώγοντας σε δεξιώσεις στις οποίες φυσικά πηγαίνουν απρόσκλητοι. Το γεγονός πως δεν έχουν χρήματα δεν μειώνει το καλό τους γούστο. Τους αρέσει η σαμπάνια, τα ψωμάκια με φρέσκες αντσούγιες και ροκφόρ, ο καπνιστός σολομός, τα μικρά λαχανικά που βουτάνε σε μαγιονέζα. Βέβαια στα χειρότερά τους βολεύονται και μ’ ένα σάντουιτς. Παρόμοιους παραδοσιακά γνωρίσαμε και στην Αθήνα στη Στοά του Βιβλίου στις κάποτε βραδινές παρουσιάσεις.

Το δίδυμο Μποιλιό-Ναρσεζάκ τουλάχιστον στις «Λύκαινες» («Κέδρος») γράφει για μια κοινωνία πεινασμένων, εκείνη δηλαδή της Γαλλίας διαρκούσης της γερμανικής κατοχής αλλά και για έναν άντρα και δυο γυναίκες που σε αντίθεση έχουν όλα τα καλά. Το μυθιστόρημα είναι κατ’ εξοχήν βουλιμικό, φαγητά πάνε κι έρχονται στην παλιά τραπεζαρία, εν κατακλείδι ένα απογευματινό σνακ μπορεί να αποτελείται από μια μεγάλη τάρτα, ένα βάζο μαρμελάδα κι ένα μπουκάλι καλό λικέρ.


δημοφιλή
πρόσφατα
αρχείο
Follow Us
  • Facebook Basic Square
  • Twitter Basic Square
  • Google+ Basic Square
bottom of page